- φαλλικός
- -ή, -ό / φαλλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φαλλός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλόνεοελλ.φρ. α) «φαλλική λατρεία»(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή από την πράξη τής σεξουαλικής συνεύρεσης, αλλ. φαλλισμόςβ) «φαλλικό στάδιο»(κατά την θεωρία τής ψυχανάλυσης) φάση τής παιδικής σεξουαλικότητας, που διαρκεί από την ηλικία τών τριών έως την ηλικία τών έξι ετών περίπου και κατά την οποία, και στα δύο φύλα, οι γενετήσιες παρορμήσεις οργανώνονται γύρω από τη γεννητική περιοχή, αλλ. φαλλική φάσηγ) «φαλλική φάση»(ψυχολ.) το φαλλικό στάδιοαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαλλικόνα) (ενν. μέλος) άσμα το οποίο τραγουδούσαν κατά την περιφορά τού φαλλού στα φαλληφόριαβ) διονυσιακός χορός2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φαλλικάα) (κατά τον Ησύχ.) «φαλλικάᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῡ φαλλοῡ ἀγομένου»β) τα φαλληφόρια.
Dictionary of Greek. 2013.